γραφέων

γραφέων
γράφος
neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
γραφεύς
painter
masc gen pl
γραφέω̆ν , γραφεύς
painter
masc gen pl
γραφή
representation by means of lines
fem gen pl (epic ionic)
γραφής
masc gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • письць — ПИСЬЦ|Ь (82), А с. 1.Писец, переписчик; переводчик: ˫ако же радѹѥтьсѧ ‹ж›енихъ о невѣстѣ тако радѹѥтьсѧ писець видѧ посл‹ѣ›дьнии листъ. ЕвДобр 1164, 270 об. (зап.); ѥдиномѹ ѿ письць бесѣды тоѥ повѣдавъ. (τῶν γραφέων) ЖФСт к. XII, 164; Поне же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ACUS Crinalis — vide supra. Ea etiam ad suendas coronas adhibita videtur, ex Tertulliano de Pall. c. 4. Vetus iam bydrae Centaurorumque sanguis in sagittis pumice spiculi exludebatur, insultante luxuriâ; ut post monstra transsixa coronam forsitan suerent. Dicit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PICTURA — seu PINGENDI Ars. alias Graphice, ex Graeco, definitur Socrati, ἐικασία τῶ ὁρωμένων, Imitatio seu repraesentatio eorum, quae videntur; quam definitionem cum Plastice communem habet. Horat. l. 2. Ep. 2. v. 8. Argilla quidvis imitaberis uda. Ducit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μπαζός — η (παλαιότερα) σωματείο δικαστικών γραφέων στους οποίους είχαν δοθεί προνόμια και δικαιοδοσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. basoche < λατ. basilica «εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής»] …   Dictionary of Greek

  • συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • Δ, δ — Το τέταρτο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (στο οποίο όμως το σχήμα έγινε πιο στρογγυλό: D, d).Είναι ένα από τα λίγα γράμματα που κράτησαν τη θέση τους στο αλφάβητο από τότε που αυτό πρωτοεμφανίστηκε. Στη μορφή του και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”